παροπτώ

παροπτώ
-άω, Α
1. μισοψήνω, ψήνω ελαφρά
2. μτφ. κάνω καυτηρίαση ή θερμαίνω πάσχον μέρος τού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ὀπτῶ «ψήνω» (πρβλ. κατ-οπτώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οξυπαροπτώ — ὀξυπαροπτῶ, άω (Α) ψήνω, βράζω κάτι πολύ δυνατά για να πάρω το αφέψημα, τον χυμό («ὀξυπαροπτᾱν χυμόν», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + παροπτῶ «ψήνω ελαφρά, μισοψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • παρόπτησις — ήσεως, ἡ, Α [παροπτώ] το ελαφρό ψήσιμο, το να μισοψηθεί ή να σιγοψηθεί κάτι στη σχάρα ή στον φούρνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”